Majuscule 0171.

Discussion about the New Testament, apocrypha, gnostics, church fathers, Christian origins, historical Jesus or otherwise, etc.
Post Reply
User avatar
Ben C. Smith
Posts: 8994
Joined: Wed Apr 08, 2015 2:18 pm
Location: USA
Contact:

Majuscule 0171.

Post by Ben C. Smith »

Majuscule 0171
Information

I cannot speak for anyone but myself, but I know I tend to forget about those majuscule (uncial) manuscripts which the apparatus to modern critical editions of the New Testament do not assign letters, but which occasionally rival, or even trump, their more famous kin so far as early dating is concerned. Majuscule 0171 (Uncial 0171) comprises three fragments of vellum (parchment) discovered sometime between 1903 and 1905 in Hermopolis, Egypt. The manuscript is dated to late century III or early century IV, probably predating both Sinaiticus and Vaticanus. Of special interest is the fact that, despite its Eastern provenance, its text type is Category IV (the so-called Western text). Uncial 0171 is, in fact, our earliest extant textual witness to a particularly famous Western reading: the bloody sweat of Luke 22.43-45. I consulted both the images and the pages for this manuscript on the Center for New Testament Restoration website and on Wikipedia to create the reconstruction, using accented Greek letters, found below. The translation of the fragments is my own. Corrections welcome.

Text and Translation

Uncial 0171
Uncial 0171
Fragments A & B, Recto (Hair Side), Column 1
[Luke 22.44 ... αὐ]το[ῦ ὡς] θρό(μ)-
[βοι αἵματο]ς κατ[α]βαί-
[νοντες ἐ]πὶ τὴν γῆν.
Fragments A & B, Recto (Hair Side), Column 1
[Luke 22.44 ... of h]i[s as]
dro[ps of bloo]d fal[ling]
down [u]pon the ground.
Fragments A & B, Recto (Hair Side), Column 2
Luke 22.45 καὶ ἀναστὰς ἀπὸ̣ [τῆς]
προσευχῆς καὶ ἐλ[θὼν]
πρὸς τοὺς μαθητὰ[ς εὗ-]
ρεν κοιμ{ωμ}ένους α[ὐ-]
τοὺς ἀπὸ τῆς λύπ[ης,]
46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς, τ[ι κα-]
θεύδετε; ἀναστάν[τες]
προσεύχεθε ἵν[α μὴ]
εἰσέλθητε εἰς πε[ιρασ-]
μόν. 47 Ἔτι δὲ αὐτοῦ̣ [λα-]
λοῦντος, ἰδοὺ, ὄχ̣[λος,]
κ̣αὶ ὁ καλούμε[νος Ἰ-]
[ο]ύ̣δ̣[ας Ἰσκαριὼθ, εἷς]
-
-
-
-
-
-
[48 ... υἱ]ὸ̣ν τοῦ ἀν[θρώπου]
[πα]ραδίδως̣; [49 ἰδόντες]
δὲ οἱ περὶ αὐτ̣[ὸν τὸ γε-]
νόμενο[ν εἶπαν αὐ-]
τῷ, εἰ π[ατάξομεν ἐν]
μαχα̣[ίρῃ; 50 καὶ ἐπάταξεν]
εἷς̣ [τις ἐξ αὐτῶν τὸν ....]
Fragments A & B, Recto (Hair Side), Column 2
Luke 22.45 And having risen up from
[the] prayer and having co[me]
toward the disciple[s,] he
[fou]nd t[h]em sle{ep}ing
from the sorr[ow,]
46 and said to them, "Wh[y]
are you [sl]umbering? Having ris[en,]
pray tha[t] you [not]
go into te[mpta-]
tion." 47 And, as he was
still [sp]eaking, behold, a cr[owd,]
and the one call[ed J]ud[as]
[Iscarioth, one ....]
-
-
-
-
-
-
[48 "... s]on of m[an]
do you [de]liver up?" 49 And, [seeing]
[what] was [ha]ppenin[g,] those
around hi[m said] to [hi]m,
["Shall we] s[mite by]
a swo[rd?" 50 And a certain] one
[from among them smote the ....]
Fragments A & B, Verso (Flesh Side), Column 1
[Luke 22.50 ... δοῦ]λον τοῦ ἀρχιερέ-
[ως] καὶ ἀφεῖλεν τὸ οὖς
[αὐ]τοῦ δὸ δεξιόν. 51 εἶπε(ν)
[δὲ] Ἰη(σοῦ)ς 52 πρὸς τοὺς παρα-
[γε]νομένους ἐπ' αὐτ[ὸ(ν),]
[ἀρ]χ̣ιερεῖς καὶ στρατη̣-
[γο]ὺ̣ς τοῦ ἱεροῦ, Ὡς ἐπ[ὶ]
[λῃστ]ὴν ἐξήλθετε με̣[τὰ]
[μ]αχαιρῶν; 53 τὸ καθ' ἡ-
[μέ]ρ̣αν ὄντος μου ἐν
[τῷ ἱ]ε̣ρῷ οὐκ ἐξετείνα-
[τε] χ̣εῖρας ἐπ' ἐμέ· [ἀλλὰ]
[αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ] ὥ[ρα ....]
-
-
-
-
-
[54 ... τοῦ ἀρχιε]ρ̣έως: ὁ δὲ [Πέ-]
[τρος ἠκο]λ̣ούθει ἀπ[ὸ]
[μακρόθεν.] 55 ἁ̣ψάντων δὲ
[πῦρ ἐν μέσ]ῃ τῇ αὐλῇ
[καὶ περικαθι]σ̣ά̣ντων
[ἐκαύθητο ὁ Πέτρ]ος μέ-
[σος αὐτῶν. 56 ἰδοῦσα] δὲ [....]
Fragments A & B, Verso (Flesh Side), Column 1
[Luke 22.50 ... sla]ve of the chief
prie[st,] and took off [h]is
right ear, 51 [and] Je(su)s
said, 52 to those having
[co]me upon hi[m:]
[ch]ief priests, and offi-
[ce]rs of the temple, "As up[on] a
[robb]er have you come out wi[th]
[s]words? 53 While d[ai]ly
I was with you in
[the t]emple, [you] did not stretch
out hands against me; [but]
[this is your] h[our ...."]
-
-
-
-
-
[54 ... of the chi]ef priest. And [Pet-]
[er was fol]lowing him fro[m]
[afar.] 55 And, having kindled
a [fire in the midd]le of the court,
[and hav]ing [sat roundabout,]
[Pet]e[r was sitting] in [their]
mi[dst.] 56 And [having seen ....]
Fragments A & B, Verso (Flesh Side), Column 2
[Luke 22.61 ...................... ἀπαρ-]
νήσ̣[ῃ ..................... 62 ~]
63 καὶ ο̣[ἱ ἄνδ]ρε[ς οἱ συνέχον-]
τες#803; [α]ὐ̣τ̣ὸν [ἐνέπαιζον]
αὐτῷ, 64 καὶ π[ερικαλύψαν-]
[τες ....]
Fragments A & B, Verso (Flesh Side), Column 2
[Luke 22.61 ............................. de-]
n[y ...........................62 ~]
63 And t[he m]e[n who were hold-]
ing [h]im [were mocking]
him, 64 and c[over-]
[ing up ....]
Fragment C, Recto (Hair Side), Column 1
[Matthew 10.17 ... ἀνθρώ]πων· πα-
[ραδώσουσιν] γὰρ ὑμᾶς
[εἰς συνέδρι]α καὶ εἰς
[τὰς συναγ]ωγὰς αὐτῶ
[μαστιγώ]σουσιν ὑμᾶς·
[18 καὶ ἐπὶ ἡ]γεμόνων καὶ
[βασιλέω]ν̣ σταήσεσθε
[ἕνεκεν] ἐμοῦ εἰς μαρ-
[τύριον] αὐτοῖς καὶ τοῖς
[ἔθνεσ]ιν. 19 ὅταν δὲ παρα-
[δῶσιν] ὑμᾶς, μὴ μεριμνή-
[σητε τί] λαλήσητ[ε·] δοθή-
[σεται γ]ὰρ ὑμεῖν [ἐν ἐ]κεί-
[νῃ τῇ] ὥρᾳ τί λα[λήσητε·]
[20 οὐ γὰρ ὑ]μεῖς ἐσ[τε οἱ λα-]
[λοῦντ]ες ἀλλὰ τ̣[ὸ πν(εῦμ)α]
[τοῦ π(ατ)ρ(ὸ)ς] ὑμῶν [....]
Fragment C, Recto (Hair Side), Column 1
[Matthew 10.17 "... of me]n; for [they]
[will] de[liver] you [up]
[unto council]s, and in
their [synag]ogues
they will [flog] you,
[18 and before g]overnors and
[king]s you will stand
[on account of] me as a tes-
[timony] to them and to the
[natio]ns. 19 When they de-
li[ver] you up, do not wor-
[ry about what] to spea[k; f]or
[it will] be given to you [at t]hat
hour what [you will] sp[eak;]
[20 for] it is [not y]ou [who
spea]k, but t[he spirit]
[of] your [Father ...."]
Fragment C, Recto (Hair Side), Column 2
Matthew 10.21 ...σουσιν αὐτού[ς. 22 καὶ]
ἔσεσθε μεισο[ύμε-]
νοι ὑπὸ πά[ντων]
διὰ τὸ ὄνο[μά μου·]
ὁ δὲ ὑπομ[είνας εἰς]
τέλος οὗ̣[τος σωθή-]
σεται. 23 ὅτ[αν δὲ διώ-]
κωσιν [ὑμᾶς ἐν τῇ]
πόλει [ταύτῃ, φεύγε-]
τε εἰς [τὴν ἄλλην· ἐὰν]
δὲ ἐν [τῇ ἄλλῃ ἐκδιώ-]
ξου[σιν ὑμᾶς φεύγε-]
τε [....]
Fragment C, Recto (Hair Side), Column 2
Matthew 10.21 "... will [have] the[m put to death; 22 and]
you will be hat[ed]
by a[ll] for the
sake of [my] na[me.]
But the one who end[ures to]
the end, th[is one] will [be]
[saved.] 23 [And] wh[en] they should
[persec]ute [you in]
[this] city, [flee]
to [the other;] and
[if they] should [per-
sec]ute [you] in [the other,]
[fle]e [...."]
Fragment C, Verso (Flesh Side), Column 1
[Matthew 10.25 αὐτο]ῦ καὶ ὁ δοῦλος
[ὡς ὁ κ(ύριο)]ς αὐτοῦ.
[εἰ τὸν ο]ἰκοδεσπότη(ν)
[Βεελζε]βοὺλ ἐπεκάλε-
[σαν, πόσ]ῳ μᾶλλον
[τοὺς οἰκια]κοὺς αὐτοῦ.
[26 Μὴ οὖν φο]βηθῆτε
[αὐτούς· οὐδ]ὲν γάρ ἐ-
[στιν κεκαλυ]μμένο(ν)
[ὃ οὐκ ἀποκα]λ̣υφθή-
[σεται καὶ κρυ]πτὸν ὃ
[οὐ γνωσθήσε]ται. 27
[λέγω ὑμῖν ἐν] τῇ σ-
[κοτίᾳ ....]
Fragment C, Verso (Flesh Side), Column 1
[Matthew 10.25 "... hi]m, and the slave
[as] his [lor]d.
[If the h]ousemaster
[they] call[ed] [Beelze]bul,
[ho]w much more
[those of] his [house]hold.
[26 Therefore] do not [fe]ar
[them;] for not[hing]
i[s cov]ered up
[which will not] be [unc]ov-
er[ed and hid]den which
[will not be know]n. 27 What
[I say to you in] the
[dark ....]
Fragment C, Verso (Flesh Side), Column 2
Matthew 10.28 τὸν δυνά[μενον καὶ ψυ-]
χὴν καὶ σ[ῶμα ἀποκτεῖ-]
ναι ἐν̣ γεέ[ννῃ. 29 οὐχὶ δύο]
στρουθί̣α ἀσ[σαρίου πω-]
λοῦνται; κα̣ὶ̣ [ἓν ἐξ αὐτῶν]
οὐ πεσεῖται ἐ[πὶ τὴν γῆν]
ἄνευ τοῦ πα̣[τρὸς ὑ-]
μῶν. 30 ἀλλὰ κα[ὶ αἱ τρίχες]
τῆς κεφαλῆς [ὑμῶν]
πᾶσαι ἠριθμημ[έναι εἰ-]
σίν. 31 μὴ οὖν φο[βεῖσθε·]
πολλ̣ῶ̣ν στρουθ[ίων]
δ[ιαφέ]ρετε ὑμ[εῖς. 32 Πᾶς]
[οὖν ὅσ]τις ὁμο̣[λογήσει]
[ἐν ἐ]μοὶ ἔνπ̣[ροσθεν]
[τῶν ἀ]νθρώπ[ων, ὁμο-]
[λογ]ή̣σω [....]
Fragment C, Verso (Flesh Side), Column 2
Matthew 10.28 ... the one ab[le] to
[kill both so]ul and b[ody]
in Gehe[nna.] 29 Are [not two]
sparrows [so]ld for an as[sar-]
[ion?] And not [one from among
them] will fall u[pon the ground]
without [y]our fa[ther.]
30 But eve[n the hairs]
of [your] head
[ar]e all numbe[red.]
31 Therefore [do] not fe[ar;]
y[ou] are w[ort]h more
than many sparr[ows. 32 Therefore,]
[every] one [who] con[fesses]
[in m]e bef[ore]
[m]en, I will [con-]
[fess ....]

Notes and Quotes

Context and Textual Parallels

Luke 22.43-56, 61-64 (NA27, NASB): 43 [[ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν. 44 καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο· καὶ ἐγένετο ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν.]] 45 καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εὗρεν κοιμωμένους αὐτοὺς ἀπὸ τῆς λύπης, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν. 47 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ ὄχλος, καὶ ὁ λεγόμενος Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα προήρχετο αὐτοὺς καὶ ἤγγισεν τῷ Ἰησοῦ φιλῆσαι αὐτόν. 48 Ἰησοῦς δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; 49 ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ ἐσόμενον εἶπαν· κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρῃ; 50 καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν τοῦ ἀρχιερέως τὸν δοῦλον καὶ ἀφεῖλεν τὸ οὖς αὐτοῦ τὸ δεξιόν. 51 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐᾶτε ἕως τούτου· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου ἰάσατο αὐτόν. 52 Εἶπεν δὲ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς παραγενομένους ἐπ᾽ αὐτὸν ἀρχιερεῖς καὶ στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ πρεσβυτέρους· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων; 53 καθ᾽ ἡμέραν ὄντος μου μεθ᾽ ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ᾽ ἐμέ, ἀλλ᾽ αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους. 54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχιερέως· ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν. 55 περιαψάντων δὲ πῦρ ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων ἐκάθητο ὁ Πέτρος μέσος αὐτῶν. 56 ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη τις καθήμενον πρὸς τὸ φῶς καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπεν· καὶ οὗτος σὺν αὐτῷ ἦν. .... 61 καὶ στραφεὶς ὁ κύριος ἐνέβλεψεν τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος τοῦ κυρίου ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι σήμερον ἀπαρνήσῃ με τρίς. 62 καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς. 63 Καὶ οἱ ἄνδρες οἱ συνέχοντες αὐτὸν ἐνέπαιζον αὐτῷ δέροντες, 64 καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν ἐπηρώτων λέγοντες· προφήτευσον, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; / 43 Now an angel from heaven appeared to Him, strengthening Him. 44 And being in agony He was praying very fervently; and His sweat became like drops of blood, falling down upon the ground. 45 And when He rose from prayer, He came to the disciples and found them sleeping from sorrow, 46 and said to them, "Why are you sleeping? Rise and pray that you may not enter into temptation." 47 While He was still speaking, behold, a multitude came, and the one called Judas, one of the twelve, was preceding them; and he approached Jesus to kiss Him. 48 But Jesus said to him, "Judas, are you betraying the Son of Man with a kiss?" 49 And when those who were around Him saw what was going to happen, they said, "Lord, shall we strike with the sword?" 50 And a certain one of them struck the slave of the high priest and cut off his right ear. 51 But Jesus answered and said, "Stop! No more of this." And He touched his ear and healed him. 52 And Jesus said to the chief priests and officers of the temple and elders who had come against Him, "Have you come out with swords and clubs as against a robber? 53 "While I was with you daily in the temple, you did not lay hands on Me; but this hour and the power of darkness are yours." 54 And having arrested Him, they led Him away, and brought Him to the house of the high priest; but Peter was following at a distance. 55 And after they had kindled a fire in the middle of the courtyard and had sat down together, Peter was sitting among them. 56 And a certain servant-girl, seeing him as he sat in the firelight, and looking intently at him, said, "This man was with Him too." .... 61 And the Lord turned and looked at Peter. And Peter remembered the word of the Lord, how He had told him, "Before a cock crows today, you will deny Me three times." 62 And he went out and wept bitterly. 63 And the men who were holding Jesus in custody were mocking Him, and beating Him, 64 and they blindfolded Him and were asking Him, saying, "Prophesy, who is the one who hit You?"
Luke 22.43-56, 61-64 (Vaticanus, BW9): 43 ~ 44 ~ 45 και αναστας απο της προσευχης ελθων προς τους μαθητας ευρεν κοιμωμενους αυτους απο της λυπης 46 και ειπεν αυτοις Τι καθευδετε ανασταντες προσευχεσθε ινα μη εισελθητε εις πειρασμον 47 Ετι αυτου λαλουντος ιδου οχλος και ο λεγομενος Ιουδας εις των δωδεκα προηρχετο αυτους και ηγγισεν τω Ι̅Υ̅ φιλησαι αυτον 48 Ι̅Σ̅ δε ειπεν αυτω Ιουδα φιληματι τον υιον του ανθρωπου παραδιδως 49 ιδοντες δε οι περι αυτον το εσομενον ειπαν Κ̅Ε̅ ει παταξομεν εν μαχαιρη 50 και επαταξεν εις τις εξ αυτων του αρχιερεως τον δουλον και αφειλε το ους αυτου το δεξιον 51 αποκριθεις δε Ι̅Σ̅ ειπεν Εατε εως τουτου και αψαμενος του ωτιου ιασατο αυτον 52 ειπεν δε Ι̅Σ̅ προς τους παραγενομενους επ αυτον αρχιερεις και στρατηγους του ιερου και πρεσβυτερους Ως επι ληστην εξηλθατε μετα μαχαιρωˉ και ξυλων 53 καθ ημεραˉ οντος μου μεθ υμωˉ εν τω ιερω ουκ εξετεινατε τας χειρας επ εμε αλλ αυτη εστιν υμων η ωρα και η εξουσια του σκοτους 54 Συλλαβοντες δε αυτον ηγαγον και εισηγαγον εις την οικιαν του αρχιερεως ο δε Πετρος ηκολουθει μακροθεˉ 55 περιαψαντων δε πυρ εν μεσω της αυλης και συνκαθισαντων εκαθητο ο Πετρος μεσος αυτων 56 ιδουσα δε αυτον παιδισκη τις καθημενον προς το φως και ατενισασα αυτω ειπεν Και ουτος συν αυτω ην .... 61 και στραφεις ο Κ̅Σ̅ ενεβλεψε τω Πετρω και υπεμνησθη ο Πετρος του ρηματος του Κ̅Υ̅ ως ειπεν αυτω οτι Πριν η αλεκτορα φωνησαι σημερον απαρνηση με τρις 62 και εξελθων εξω εκλαυσεν πικρως 63 Και οι ανδρες οι συνεχοντες αυτον ενεπαιζον αυτω δεροˉτες 64 και περικαλυψαντες αυτον επηρωτωˉ λεγοντες Προφητευσον τις εστιν ο παισας σε
Luke 22.43-56, 61-64 (Bezae, BW9): 43 Ωφθη δε αυτω αγγελος απο του ουρανου ενισχυων αυτον 44 Και γενομενος εν αγωνια εκτενεστερον προσηυχετο Εγενετο δε ο ιδρως αυτου ως θρομβοι αιματος καταβαινοντες επι την γην 45 Και αναστας απο της προσευχης ελθων επι τους μαθητας ευρεν κοιμωμενους αυτους απο της λυπης 46 και ειπεν αυτοις Καθευδετε Ανασταντες προσευχεσθε ινα μη εις πειρασμον εισελθητε 47 Ετι δε αυτου λαλουντος ιδου οχλος πολυς και ο καλουμενος Ιουδας Ισκαριωθ εις των ι̅β̅ προηγεν αυτους και εγγισας εφιλησεν τον Ι̅Η̅Ν̅ τουτο γαρ σημειον δεδωκει αυτοις ον αν φιλησω αυτος εστιν 48 Ο δε Ι̅Η̅Σ̅ ειπεν τω Ιουδα φιληματι τον υιον του ανθρωπου παραδιδως 49 Ιδοντες δε οι περι αυτον το γενομενον ειπαν τω Κ̅Ω̅ ει παταξομεν εν μαχαιρη 50 Και επαταξεν εις τις εξ αυτων τον δουλον του αρχιερεως και αφειλατο αυτου το ωτιον το δεξιον 51 Αποκριθεις δε ο Ι̅Η̅Σ̅ ειπεν Εατε εως τουτου Και εκτεινας την χειρα ηψατο αυτου και απεκατεσταθη το ους αυτου 52 Ειπεν δε προς τους παραγενομενους επ αυτον 〚○〛 αρχιερεις και στρατηγους του λαου και πρεσβυτερους Ως επι ληστην εξηλθατε μετα μαχαιρων και ξυλων 53 Το καθημεραν οντος μου εν τω ιερω μεθ υμων ουκ εξεστινατε τας χειρας επ εμε Αλλα αυτη εστιν υμων η ωρα και εξουσια το σκοτος 54 Συνλαβοντες δε αυτον ηγαγον εις τον οικον του αρχιερεως Ο δε Πετρος ηκολουθει αυτω απο μακροθεν 55 Αψαντων δε πυρ εν μεσω της αυλης και περικαθισαντων εκαθητο και ο Πετρος μετ αυτων θερμαινομενος 56 Ιδους δε αυτον παιδισκη τις καθημενον προς το φως και ατενισασα αυτω ειπεν Και ουτος συν αυτω ην .... 61 Στραφεις δε ο Ι̅Η̅Σ̅ ενεβλεψεν τω Πε τω Πετρω του λογου του Κ̅Υ̅ ως ειπεν αυτω Πριν αλεκτορα φωνησαι τρεις απαρνηση με μη ειδεναι με 62 Και εξελθων εξω εκλαυσαι πικρως 63 Οι δε ανδρες οι συνεχοντες αυτον ενεπεζον αυτω 64 Και περικαλυψαντες αυτου το προσωπον ετυπτον αυτον και ελεγον Προφητευσον τις εστιν ο παισας σε

Matthew 10.17-32 (NA27, NASB): 17 Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσιν γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· 18 καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. 19 ὅταν δὲ παραδῶσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσητε· 20 οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. 21 Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς. 22 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται. 23 Ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τὴν ἑτέραν· ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ τελέσητε τὰς πόλεις τοῦ Ἰσραὴλ ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. 24 Οὐκ ἔστιν μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ. 25 ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ καὶ ὁ δοῦλος ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ. εἰ τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζεβοὺλ ἐπεκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς οἰκιακοὺς αὐτοῦ. 26 Μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς· οὐδὲν γάρ ἐστιν κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται. 27 ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων. 28 καὶ μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβεῖσθε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. 29 οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν. 30 ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσίν. 31 μὴ οὖν φοβεῖσθε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς. 32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν [τοῖς] οὐρανοῖς. / 17 Beware of men; for they will deliver you up to councils, and flog you in their synagogues, 18 and you will be dragged before governors and kings for my sake, to bear testimony before them and the Gentiles. 19 When they deliver you up, do not be anxious how you are to speak or what you are to say; for what you are to say will be given to you in that hour; 20 for it is not you who speak, but the Spirit of your Father speaking through you. 21 Brother will deliver up brother to death, and the father his child, and children will rise against parents and have them put to death; 22 and you will be hated by all for my name's sake. But he who endures to the end will be saved. 23 When they persecute you in one town, flee to the next; for truly, I say to you, you will not have gone through all the towns of Israel, before the Son of man comes. 24 "A disciple is not above his teacher, nor a servant above his master; 25 it is enough for the disciple to be like his teacher, and the servant like his master. If they have called the master of the house Beelzebul, how much more will they malign those of his household. 26 "So have no fear of them; for nothing is covered that will not be revealed, or hidden that will not be known. 27 What I tell you in the dark, utter in the light; and what you hear whispered, proclaim upon the housetops. 28 And do not fear those who kill the body but cannot kill the soul; rather fear him who can destroy both soul and body in hell. 29 Are not two sparrows sold for a penny? And not one of them will fall to the ground without your Father's will. 30 But even the hairs of your head are all numbered. 31 Fear not, therefore; you are of more value than many sparrows. 32 So every one who acknowledges me before men, I also will acknowledge before my Father who is in heaven.
Matthew 10.17-32 (Vaticanus, BW9): 17 προσεχετε δε απο των ανθρωπωˉ παραδωσουσιν γαρ υμας εις συνεδρια και εν ταις συναγωγαις αυτων μαστιγωσουσιν υμας 18 και επι ηγεμονας δε και βασιλεις αχθησεσθε ενεκεν εμου εις μαρτυριον αυτοις και τοις εθνεσιν 19 οταν δε παραδωσιν υμας μη μεριμησητε πως η τι λαλησητε δοθησεται γαρ υμιν εν εκεινη τη ωρα τι λαλησητε 20 ου γαρ υμεις εστε οι λαλουντες αλλα το πνευμα του πατρος υμων το λαλουν εν υμιν 21 παραδωσει δε αδελφος αδελφον εις θανατον και πατηρ τεκνον και επαναστησεται τεκνα επι γονεις και θανατωσουσιν αυτους 22 και εσεσθε μεισουμενοι υπο παντων δια το ονομα μου ο δε υπομενας εις τελος ουτος σωθησεται 23 οταˉ δε διωκωσιν υμας εν τη πολει ταυτη φευγετε εις την ετεραν αμην γαρ λεγω υμιν ου μη τελεσητε τας πολεις Ισραηλ εως ελθη ο υιος του ανθρωπου 24 Ουκ εστιν μαθητης υπερ τον διδασκαλον ουδε δουλος υπερ τον Κ̅Ν̅ αυτου 25 αρκετον τω μαθητη ινα γενηται ως ο διδασκαλος αυτου και ο δουλος ως ο κυριος αυτου ει τω οικοδεσποτη Βεεζεβουλ επεκαλεσαν ποσω μαλλον τοις οικιακοις αυτου 26 Μη ουν φοβηθητε αυτους ουδεν γαρ εστιν κεκαλυμμενον ο ουκ αποκαλυφθησεται και κρυπτον ο ου γνωσθησεται 27 ο λεγω υμιν εν τη σκοτια ειπατε εν τω φωτι και ο εις το ους ακουετε κηρυξατε επι τωˉ δωματων 28 και μη φοβηθητε απο των αποκτεινοντων το σωμα την δε ψυχην μη δυναμενων αποκτειναι φοβεισθε δε μαλλον τον δυναμενον και ψυχηˉ και σωμα απολεσαι εν γεεννη 29 ουχι δυο στρουθια ασσαριου πωλειται και εν εξ αυτων ου πεσειται επι την γην ανευ του πατρος υμων 30 υμωˉ δε και αι τριχες της κεφαλης πασαι ηριθμημεναι εισιν 31 μη ουν φοβεισθε πολλων στρουθιων διαφερετε υμεις 32 Πας ουν οστις ομολογησει εν εμοι εμπροσθεν των ανθρωπων ομολογησω καγω εν αυτω εμπροσθεν του Π̅Ρ̅Σ̅ μου του εν τοις ουρανοις
Matthew 10.17-32 (Bezae, BW9): 17 Προσεχετε απο των ανθρωπων παραδωσουσιν γαρ υμας εις συνεδρια και εις τας συναγωγας αυτων μαστειγωσουσιν υμας 18 και επι ηγεμονων σταθησεσθαι ενεκεν εμου εις μαρτυριον αυτοις και τοις εθνεσιν 19 Οταν δ̣ε παραδωσουσιν υμας μη μεριμνησητε πως η̣ τ̣ι λαλησητε 20 ου γαρ υμεις εστε οι λαλ̣ουντες αλλα το Π̅Ν̅Α̅ του πατρος το λαλουν εν υμειν 21 Παραδωσει δε αδελφος αδελφον εις θανατον και πατηρ τεκνον και επαναστησονται τεκνα επι γονεις και θανατωσουσιν αυτους 22 Και εσεσθαι μεισουμενοι υπο παντων δια το ονομα μου ο δε υπομεινας εις τελος ουτος σωθησεται 23 Οταν δε διωκουσιν υμας εν τη πολι ταυτη φευγεται εις την αλλην εαν δε εν τη αλλη διωκουσιν υμας φευγετε εις την αλλην αμην λεγω υμειν ου μη τελεσητε τας πολεις Ισραηλ εως αν ελθη ο υιος του ανθρωπου 24 Ουκ εστιν μαθητης υπερ τον διδασκαλον ουδε δουλος υπερ τον Κ̅Ν̅ αυτου 25 Αρκετον τω μαθητη ινα τενηται ως ο διδασκαλος αυτου και ο δουλος ως ο Κ̅Σ̅ αυτου Ει τον οικοδεσποτην Βελζεβουλ καλουσιν ποσω μαλλον τους οικειακους αυτου 26 Μη ουν φοβηθητε αυτους ουδεν γαρ εστιν κεκαλυμμενον ο ουκ αποκαλυφθησεται και κρυπτον ο ου γνωσθησεται 27 Ο λεγω υμειν εν τη σκοτια ειπατε εν τω φωτι και ο εις το ους ακουετε κηρυσσεται επι των δωματων 28 Και μη φοβηθητε απο των αποκτεννοντων το σωμα την δε ψυχην μη δυναμενων σφαξαι φοβηθητε δε μαλλον τον δυναμενον και ψυχην και σωμα απολεσαι εις γεενναν 29 Ουχι δυο στρουθια του ασσαριου πωλουνται Και εν εξ αυτων ου πεσειται επι την γην ανευ του πατρος υμων 30 αλλα και αι τριχες της κεφαλης υμων πασαι ηριθμημεναι εισιν 31 Μη ουν φοβεισθαι πολλων στρουθειων διαφερετε υμεις 32 Πας ουν οστεις ομολογησει εν εμοι ενπροσθεν των ανθρωπων ομολογησω καγω ενπροσθεν του πατρος μου του εν ουρανοις

Irenaeus, Against Heresies 3.22.2: Superfluous, too, in that case is His descent into Mary; for why did He come down into her if He were to take nothing of her? Still further, if He had taken nothing of Mary, He would never have availed Himself of those kinds of food which are derived from the earth, by which that body which has been taken from the earth is nourished; nor would He have hungered, fasting those forty days, like Moses and Elias, unless His body was craving after its own proper nourishment; nor, again, would John His disciple have said, when writing of Him, "But Jesus, being wearied with the journey, was sitting [to rest];" nor would David have proclaimed of Him beforehand, "They have added to the grief of my wounds;" nor would He have wept over Lazarus, nor have sweated great drops of blood [οὐδ' ἂν ἵδρωσε θρόμβους αἵματος, nec sudasset globos sanguinis]; nor have declared, "My soul is exceeding sorrowful;" nor, when His side was pierced, would there have come forth blood and water. For all these are tokens of the flesh which had been derived from the earth, which He had recapitulated in Himself, bearing salvation to His own handiwork.

Works Consulted and Links

Uncial 0171.
Trismegistos.
Center For New Testament Restoration (Manuscript GA-0171).
New Testament Textual Criticism, edited by James Keith Elliott.

Images

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/ ... C44-50.jpg
Image

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/ ... .61-64.jpg
Image

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/ ... C17-25.jpg
Image

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/ ... C25-33.jpg
Image
ΤΙ ΕΣΤΙΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Post Reply